σφριγώ — σφριγῶ, άω, ΝΜΑ είμαι γεμάτος σφρίγος, σφίζω από υγεία και σωματική δύναμη, είμαι σφριγηλός, ακμαίος, ρωμαλέος, ζωηρός μσν. αρχ. μτφ. (για λόγια αλλά και για δραστηριότητες) είμαι σφοδρός (α. «σφριγᾷ ὁ πόλεμος» μαίνεται ο πόλεμος, Θεοφύλ. β.… … Dictionary of Greek
σφρίγω — Μ σφριγώ, ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. σφριγῶ*] … Dictionary of Greek
ερισφάραγος — ἐρισφάραγος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)] … Dictionary of Greek
λιγυσφάραγος — λιγυσφάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί διαπεραστικά («λιγυσφαράγων... φορμίγγων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «σφριγώ»), πρβλ. ερι σφάραγος] … Dictionary of Greek
περισφαραγώ — έω, Α στενοχωρούμαι πάρα πολύ, είμαι έτοιμος να ξεσπάσω σε κλάματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφαραγοῦμαι «σφριγώ, είμαι υπερβολικά πλήρης»] … Dictionary of Greek
περισφριγώ — άω, Α είμαι ολόγυρα ή καθ υπερβολήν γεμάτος από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφριγῶ «είμαι γεμάτος σφρίγος, ακμάζω»] … Dictionary of Greek
σφρίγος — το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. εος Α ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. σφριγῶ] … Dictionary of Greek
σφριαί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπειλαί, ὀργαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σφρίγος, σφριγῶ με υστερογενή σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
σφριγανός — ή, όν, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σφριγηλός 2. ογκώδης, φουσκωμένος 3. (κατά τα Σχόλ. Απολλ. Ροδ.) «ἰσχυρός, στερεός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφριγῶ + επίθημα ανός (πρβλ. τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
υπερσφριγώ — άω, Α αισθάνομαι σφοδρότατη επιθυμία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σφριγῶ «επιθυμώ έντονα»] … Dictionary of Greek